Η Αρμενική Δημοκρατία τις τελευταίες ημέρες βρίσκεται σε πολιτικό αναβρασμό. Αφορμή των διαδηλώσεων στάθηκε η κατάληψη ενός αστυνομικού τμήματος από μια ένοπλη ομάδα με την ονομασία «Παράτολμοι του Σασσούν». Ανάμεσα στις απαιτήσεις της ομάδας του Σασσούν ήταν η παραίτηση του Προέδρου της Αρμενίας καθώς και η απελευθέρωση του αντιπολιτευόμενου και βετεράνου – ήρωα του πολέμου του Αρτσάχ – Ζιράιρ Σεφιλιάν. Το παρόν κείμενο επιχειρεί την παρουσίαση και επεξήγηση της κατάστασης με όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικό τρόπο.
Από την Κυριακή 17 Ιουλίου, οπότε και έλαβε χώρα η κατάληψη του αστυνομικού τμήματος, το Γιερεβάν βρίσκεται σε μια ανάστατη κατάσταση. Το κάλεσμα της ένοπλης ομάδας στον αρμένικο λαό, έδρασε σαν τη σπίθα που αναζωπύρωσε το λαϊκό αίσθημα της απογοήτευσης από τις δεδομένες συνθήκες στην Αρμενία. Τα ακριβή λόγια του καλέσματος έχουν ως εξής: «Ιδού εκείνη η γέφυρα που σας υποσχόμαστε προς τη νίκη, καλούμε τους πάντες να βγουν στους δρόμους και να περιδιαβούν τη γέφυρα της νίκης». Το κάλεσμα αυτό βρήκε αντίκρισμα σε χιλιάδες αρμένιους, οι οποίοι βγήκαν από τα σπίτια τους να υποστηρίξουν τους «Παράτολμους από το Σασσούν».
Οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν στην πρωτεύουσα, οδήγησαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία, συλλήψεις δεκάδων πολιτών και στην αύξηση της ήδη υπάρχουσας έντασης. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι διαδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα ίσως ακόμα και την στιγμή αυτή, είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Παρόμοιες διαδηλώσεις έχουν προηγηθεί τόσο το 2014 όσο και το 2015. Αφορμή στην πρώτη περίπτωση στάθηκε νομοσχέδιο της κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν ως αντίδραση στην αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, δημιουργώντας ένα κύμα αγανακτισμένων πολιτών με την ονομασία «Electric Yerevan». Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ότι το πρόβλημα βρίσκεται αλλού και όχι στις εκάστοτε αφορμές που προκύπτουν.
Το προαναφερθέν πρόβλημα, αποτελείται από μια σειρά από αίτια και καταστάσεις στον τομέα της πολιτικής και της οικονομίας. Η Δημοκρατία της Αρμενίας ξαναγεννημένη το 1991 μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έχει βρεθεί σε μια ιδιαίτερα περίπλοκη πολιτική κατάσταση στο εξωτερικό της περιβάλλον. Εμπόλεμη κατάσταση στα ανατολικά, αδιάφορη και εχθρική στα δυτικά, δίχως διέξοδο σε θάλασσα, καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από ζητήματα των οποίων τα μέσα επίλυσης πολλές φορές δεν διαθέτει. Η πολιτική επιταγή από έξω προς τα μέσα (δηλαδή από το εξωτερικό στο εσωτερικό) έχει δημιουργήσει μια σειρά από ανάγκες για την προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος, οι οποίες υποβιβάζουν συχνά το βιοτικό επίπεδο του αρμένικου λαού. Οι πολίτες της χώρας όμως, κατανοούν την κατάσταση που επικρατεί στο εξωτερικό και συμμορφώνονται στις ανάγκες που προέρχονται από τις απαιτήσεις του εθνικού συμφέροντος. Αυτό που αδυνατούν να κατανοήσουν αφορά την πολιτική και κοινωνική τους καταπίεση για λόγους που καμία απολύτως σχέση δεν έχουν, με το εθνικό συμφέρον. Αυτή η καταπίεση προκαλείται από έναν εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό ο οποίος δεν είναι υγιής. Ένας ανταγωνισμός που δεν δίνει εναλλακτικές στον πολίτη και οδηγεί στην ολιγαρχία του πολιτικού συστήματος και κατά συνέπεια στον περιορισμό της έκφρασης της βούλησης του λαού. Ένας ανταγωνισμός που καταλήγει να εκμεταλλεύεται την κοινωνική βάση για σκοπούς ατομικούς και όχι συλλογικούς.
Η άποψη αυτή ωστόσο δεν εμπεριέχει τη βίαιη επανάσταση που οραματίζονται πολλοί αντιπολιτευόμενοι, συμπεριλαμβανομένου και της ομάδας των «Παράτολμων του Σασσούν». Η Αρμενία δεν έχει την πολυτέλεια για βιαστικές και απότομες ενέργειες στο εσωτερικό, που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμές σε τρίτους δρώντες, να υπονομεύσουν την θέση της στο εξωτερικό περιβάλλον. Κάθε κίνηση της παρακολουθείται από παίκτες του κρατικού συστήματος έτοιμους με την παραμικρή αφορμή να λάβουν δράση, με απώτερο σκοπό να προστατέψουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Στο κάτω – κάτω το κρατικό σύστημα είναι μια «αρένα» με παίκτες που οφείλουν να προστατέψουν τα συμφέροντα τους με προεξέχον αυτό της επιβίωσης. Συνεπώς βιαστικές και αλόγιστες κινήσεις μπορεί να επιδεινώσουν το βιοτικό επίπεδο του λαού, στην προσπάθεια μάλιστα να επιτευχθεί το ανάποδο.
Αυτό που είναι δεδομένο είναι ότι η Αρμενία πρέπει να βελτιώσει την εσωτερική της πολιτική ώστε να μπορεί να προασπίζει τα εξωτερικά της συμφέροντα, χωρίς να επηρεάζεται το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Δεδομένο επίσης είναι ότι αυτό δεν πρέπει να γίνει βιαστικά και αλόγιστα. Αυτό απαιτεί την οργάνωση της αντιπολίτευσης και δεν απαιτεί απερίσκεπτες κινήσεις σε μορφή βίαιου σπαραγμού.
Η βία συχνά είναι το μέσον της αλλαγής, μα όχι στην περίπτωση αυτή. Η βία αυτή τη φορά μπορεί να οδηγήσει σε κλιμάκωση, μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια όσων η Αρμενία απέκτησε με μεγάλες θυσίες, είναι εκείνη που μπορεί να οδηγήσει σε ένα σκοτεινότερο αύριο.
Εν κατακλείδι, η αρμενική κυβέρνηση καθώς και η αντιπολίτευση (κοινοβουλευτική ή εξωκοινοβουλευτική) πρέπει να κατανοήσουν ένα πράγμα. Ότι μάχονται πάνω στο ίδιο πλοίο για το ποιος θα είναι ο καπετάνιος, ενώ η πορεία του πλοίου είναι δυσχερής. Μπροστά μπορεί να υπάρχουν φουρτούνες, αλλά και τεράστια παγόβουνα που αναμένουν να ανακόψουν την πορεία τους. Απαιτείται υπομονή, ωριμότητα αλλά κατά βάση απαιτείται διάλογος.